- καρδίων
- κάρδιονheart-shaped ornamentneut gen plκαρδιάωimperf ind act 3rd pl (homeric ionic)καρδιάωimperf ind act 1st sg (homeric ionic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Καρδιῶν — Καρδίη heart fem gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καρδιῶν — καρδία heart fem gen pl (ionic) καρδιάω pres part act masc voc sg καρδιάω pres part act neut nom/voc/acc sg καρδιάω pres part act masc nom sg (attic epic ionic) καρδιόω hearten pres part act masc voc sg (doric aeolic) καρδιόω hearten pres part… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Homosexualité dans les sources chrétiennes latines — Sodoma (Giovanni Antonio Bazzi), Saint Sébastien, 1525, Florence, palazzo Pitti[1]. Les multiples positions des Églises chrétiennes actuelles sur la question homosexuelle[2] … Wikipédia en Français
καρδιοκλέφτης — ο, θηλ. καρδιοκλέφτρα αυτός που κλέβει, που κατακτά την καρδιά, κατακτητής καρδιών, καρδιοκατακτητής … Dictionary of Greek
καρδιοκράτωρ — καρδιοκράτωρ, ορος, ὁ (Μ) αυτός που κρατά, που εξετάζει τις καρδιές, ο κυρίαρχος τών καρδιών. [ΕΤΥΜΟΛ. < καρδι(ο) * + κράτωρ (πρβλ. ακτινο κράτωρ, κοσμο κράτωρ)] … Dictionary of Greek
κυβερνήτης — ο, θηλ. κυβερνήτρα (AM κυβερνήτης, θηλ. κυβερνῆτις, ιδος, Α αιολ. τ. κυμερνήτης) [κυβερνώ] 1. αυτός που διοικεί, που κυβερνά το κράτος (α. «κανένας κυβερνήτης δεν έδωσε σημασία στο χωριό μας» β. «ἐπεί τοι κοὐδὲν αἰτία κακῶς κλύουσα διὰ κυβερνήτην … Dictionary of Greek